Τα τζάμια και οι πληγές

Στην κηδεία της αδερφής μου – ναι, εκεί τον ξαναείδα μετά από τόσα χρόνια.
Ήταν ο «κολλητός» του πατέρα μου.

Ρώτησα τη μητέρα μου, αφού ο πατέρας μου είχε φύγει από την ζωή:

– Κομμένο πόδι; Ατύχημα;

– Όχι. Έχει ζάχαρο. Η υγεία του μαραζώνει.

Λίγο αργότερα, ήρθε κοντά μου και με ρώτησε:

– Τι κάνεις, Δημήτρη; Καλά είσαι;

Χάσαμε τη Μαρί από καρκίνο. Πώς να είμαι καλά;

– Τι έγινε, δεν φοράς πια γυαλιά;

– Όχι. Έχω κάνει επέμβαση.

Και τότε, σαν να μην έφταναν όλα όσα είχε ήδη πει, έριξε τη φράση:

– Θυμάσαι όταν ήσουν μικρός, που σε αποκαλούσα «τζάμια»;

Πώς να το ξεχάσω;

Όπως θυμάμαι τη στιγμή που με χαστούκισες, γιατί τόλμησα να σε αποκαλέσω γελοίο, για να σταματήσεις να με αποκαλείς «τζάμια».

Δεν άντεξα και συνέχισα:

– Τώρα εσύ πώς θα αντιδρούσες αν σε αποκαλούσα «κουτσό»;

Ή αν ένας φίλος του γαμπρού σου χαστούκιζε το εγγόνι σου;

Γιατί τότε, όταν με χτύπησες, οι γονείς μου δεν είπαν λέξη. Ο πατέρας μου – λογικό, αφού κι εκείνος, όταν ήμουν μικρός,

με μαστίγωνε συστηματικά με τη ζώνη του.

Ήταν μια βία που κράτησε χρόνια.

Δεν μου κάνει λοιπόν καμία εντύπωση που ήσασταν φίλοι.

Τον κοιτούσα, με μάτια χωρίς τζάμια και χωρίς φόβο.

Σκεφτόμουν να του πω: «Τόσα χρόνια πέρασαν, μυαλό δεν έβαλες». Μα τι νόημα είχε πια; Λίγους μήνες μετά, έφυγε κι αυτός…