Όταν η γραφειοκρατία τρέχει με 200 και εγώ με 170

Κάλεσα το 100. Ακούστηκε η ψυχρή φωνή της αστυνόμου:

— Άμεση Δράση, παρακαλώ.
— Γεια σας. Ονομάζομαι Δημοσθένης Κουρμούδης και έχει απαχθεί η ανήλικη κόρη μου. Κατευθύνομαι προς Θεσσαλονίκη — εκεί βρίσκεται, αλλά δεν γνωρίζω τη διεύθυνση. Οδηγώ με 170 χιλιόμετρα την ώρα, με αναμμένα αλάρμ και προβολείς. Η κόρη μου είναι με άκρως επικίνδυνα άτομα που με έχουν απειλήσει.
— Καταρχάς, κύριε Κουρμούδη, τι είναι αυτά που μας λέτε; Σας ενημερώνω πως η κλήση καταγράφεται. Επίσης, μειώστε άμεσα ταχύτητα. Το να οδηγείτε με τόσα χιλιόμετρα είναι παράνομο! Και τι θα πει έχουν απαγάγει την κόρη σας;
— Τόσο το καλύτερο που καταγράφεται. Δεν αστειεύομαι καθόλου. Αν δεν δράσετε άμεσα, θα έχετε ευθύνη. Το λέω ξεκάθαρα: έχουν απαγάγει την ανήλικη κόρη μου. Εδώ και μήνες ενημερώνω τις αρχές και κανείς δεν κάνει τίποτα. Τώρα παρά τις συστάσεις σας, θα συνεχίσω να οδηγώ γρήγορα. Αν τα 170 σάς φαίνονται πολλά, πλησιάζω τα διόδια — στείλτε περιπολικό να με συνοδεύσει και να πάμε με 200.
— Δεν κατάλαβα, μας κάνετε και υποδείξεις; Σας επαναλαμβάνω: είναι παράνομο να τρέχετε! Μειώστε την ταχύτητα του οχήματός σας!
— Κυρία μου, δεν τρέχω για πλάκα. Η κατάσταση είναι σοβαρή και απαιτεί άμεση κινητοποίηση.
— Συγγνώμη, τι είναι αυτά που μας λέτε;; Πού ακριβώς βρίσκεται η κόρη σας αυτή τη στιγμή;
— Αν το ήξερα, θα σας το έλεγα. Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, μαζί με έναν σεσημασμένο ανήλικο, τον Ιωάννη Μαυρίδη, στο σπίτι της μητέρας του και του εραστή-δικηγόρου της, αυτός ο δικηγόρος με απείλησε ευθέως: «Έλα εδώ και θα δεις τι έχεις να πάθεις».
Ποιο ακριβώς είναι αυτό το «εδώ», δεν το ξέρω. Ξέρω μόνο ότι η κόρη μου είναι σε κίνδυνο. Η σύζυγός μου, με την οποία είμαστε σε διάσταση, προσπαθεί μάταια εδώ και μία εβδομάδα να την πείσει να επιστρέψει. Καλέστε τη τώρα και πείτε της να σταματήσει να συνεργάζεται με τους απαγωγείς. Σημειώστε το τηλέφωνό της, παρακαλώ.
— Σας ξαναλέω, μην μας λέτε τι να κάνουμε. Πείτε μου πού είναι η κόρη σας.
Τι ωραία να παίζεις την κολοκυθιά με την αστυνομία την ώρα που σου έχουν απαγάγει το παιδί, σκέφτηκα.
— Προσπαθώ να σας εξηγήσω! Δεν ξέρω τη διεύθυνση! Επικοινωνώ εδώ και μήνες με τη μητέρα του νεαρού, που έμενε σπίτι μας με την άδεια της συζύγου μου για επτά μήνες. Αν όλα αυτά ήταν ψέματα, δεν θα ρίσκαρα τη ζωή μου με 170 στο κοντέρ.

Τελικά, η αστυνομικός άρχισε να αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα. Δεν αναφέρθηκε ξανά στην ταχύτητα — άλλωστε, δεν έφαγα ποτέ κλήση, ενώ έφτασα Θεσσαλονίκη σε τρεις ώρες. Μου ζήτησε, επιτέλους, το τηλέφωνο της συζύγου μου.

Καθώς μιλούσαμε, ακούστηκε από μέσα μια φωνή:
— Καλά, ακόμα μιλάς με το μαλάκα;
Υποψιάστηκα ότι αναφερόταν σε μένα. Δεν το άφησα να πέσει κάτω:
— Συγγνώμη, κάλεσα στην Άμεση Δράση ή σε καφενείο; Είστε πράγματι αστυνομικός ή με δουλεύετε;
Η απάντηση ήρθε απότομα:
— Τι είναι αυτά που λέτε, κύριέ μου; Είστε καλά;
— Εγώ είμαι καλά. Ο «συνάδελφός» σας τι είπε μόλις τώρα; Σε ποιον απευθυνόταν;
— Δεν αναφερόταν σε εσάς.
— Ακόμα κι έτσι, δεν δικαιολογείται. Δε δείχνει σοβαρότητα.
— Θα επικοινωνήσουμε με τη Θεσσαλονίκη. Γεια σας.
Και μου έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα, χωρίς να προλάβω να πω λέξη.
Αμφιβάλλοντας για το πόσο υπεύθυνα θα χειριζόταν την υπόθεση, κατέφυγα στην απελπισμένη λύση: απευθύνθηκα σε κάθε υπάλληλο διοδίων — έντεκα συνολικά — παρακαλώντας για βοήθεια, δίνοντάς τους την επαγγελματική μου κάρτα:
— Σας παρακαλώ, ειδοποιήστε την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Έχει απαχθεί η κόρη μου. Δεν μπορώ να σταματήσω. Εδώ είναι τα στοιχεία μου!
Έμαθα αργότερα ότι προκλήθηκε… αναστάτωση στο τοπικό τμήμα.
— Ο τύπος δίνει σόου, έλεγαν.
Ας πρόσεχαν. Αν ο αστυνομικός της Άμεσης Δράσης δεν είχε ξεστομίσει ύβρεις, το τμήμα Θεσσαλονίκης δεν θα είχε δεχτεί έντεκα τηλεφωνήματα από τα διόδια. Αλλά έβρισε. Και —όπως όλα στη ζωή— αυτό είχε τις συνέπειές του.

Τελικά, όλα πήγαν καλά. Η κόρη μου επέστρεψε σπίτι. Όσο για τη σύζυγο, η οποία επέτρεψε να συμβούν όλα αυτά, τελικά διαγνώστηκε με σοβαρή ψυχιατρική νόσο.