Όταν έπαψε να είναι η Νίκη

Εκείνη η μέρα δεν ήταν απλώς δύσκολη. Ήταν από αυτές που ριζώνουν στη μνήμη – σαν μια πληγή που δεν κλείνει. Γιατί βλέπαμε το πρόσωπό της, αλλά δεν ήταν πια το πρόσωπο που ξέραμε.

Τα παιδιά κατάλαβαν. Κάτι – που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Όχι ότι υπήρχαν πια εξηγήσεις.

Δεν ξέρω πότε ακριβώς άρχισε να αλλάζει η Νίκη. Μα εκείνη τη μέρα, δεν μπορούσα πια να προσποιηθώ.

Το βλέμμα της, καθώς μασούσε το αλλοιωμένο κρέας, δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Ήταν αλλόκοτο. Σαν να είχε πάψει να μας βλέπει.

Όταν τη ρώτησα γιατί το έκανε, απάντησε με την πιο απόκοσμη αθωότητα:

– Δεν έχει τίποτα το φαΐ. Είναι λίγο χαλασμένο το κρέας, αλλά το ’χω βράσει. Έβαλα και μπαχαρικά.

Ξαναρώτησα, πιο έντονα:

– Μα τι λες, Νίκη; Βρωμοκοπάει πτωμαΐνη όλο το σπίτι!

Δεν ήρθε άλλη απάντηση. Και το πιο τρομακτικό; Ήμασταν εκεί. Παρόντες. Βλέπαμε, μυρίζαμε. Κι εκείνη συνέχιζε να τρώει, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.

Τα παιδιά, με μάτια διάπλατα, σχεδόν βουρκωμένα, φώναζαν:

– Μαμά, σε παρακαλώ, μην το τρως… σταμάτα.

Μα η Νίκη δεν φάνηκε να ακούει. Συνέχιζε. Αργά. Μηχανικά.

Δεν μίλησα άλλο. Γιατί ήξερα: τα παιδιά δεν ζητούν εξηγήσεις. Ζητούν αλήθειες.

Το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια, έβλεπα το πρόσωπό της. Όχι όπως ήταν. Αλλά όπως έγινε.

Έκανα μια έρευνα για να δω πόσο χρόνο χρειάζεται ο οργανισμός για να συνέλθει. Το συκώτι ταλαιπωρείται μήνες μέχρι να αποβάλει τις τοξίνες.

Η Νίκη είχε χαθεί σε μια δική της πραγματικότητα. Όσο κι αν ήθελα να την τραβήξω πίσω, ήξερα πως η αλλαγή ήταν οριστική.

Την επόμενη μέρα, έψαξα στο διαδίκτυο τις επιπτώσεις του αλλοιωμένου κρέατος στον ανθρώπινο οργανισμό. Αυτά που διάβασα με τρόμαξαν. Μα πιο πολύ με τρόμαξε το γεγονός ότι εκείνη το ήξερε. Κι όμως, το έκανε.

Η ζωή συνέχισε. Όχι κανονικά – απλώς, προχώρησε.

Η Νίκη διαγνώστηκε με σοβαρή ψυχιατρική πάθηση.