Ο τοίχος είχε τη δική του ιστορία

Το πρωί άνοιξα τα μάτια μου και για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν βρισκόμουν σε γήπεδο. Όχι σε αστυνομικό τμήμα. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με συνθήματα του δρόμου: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», και άσεμνες ζωγραφιές με φαλλούς σε πλήρη δράση.

Ανάμεσα στο κελί και το γραφείο, ένα χοντρό πλέξιγκλας. Πίσω του, ένας αστυνομικός. Του έκανα νόημα να με βγάλει έξω. Με είδε. Με αγνόησε επιδεικτικά.

Πήγα στο μικρό παράθυρο του κελιού. Ένας περαστικός έξω. Του φώναξα:

— Βοήθεια! Καλέστε την αστυνομία! Με έχουν απαγάγει!

Με κοίταξε απορημένος. Η σκηνή, ομολογουμένως, σουρεαλιστική: ένας κρατούμενος να ζητά από έναν πολίτη την επέμβαση… της αστυνομίας, μέσα από παράθυρο αστυνομικού τμήματος.

Οι φωνές μου κινητοποίησαν τον αστυνομικό. Σε λίγα λεπτά μπήκε έξαλλος στο κελί.

— Σταμάτα να φωνάζεις! Τι είναι αυτά που λες;

Τον κοίταξα ήρεμα, σχεδόν παιδικά:

— Συγγνώμη… Είστε όντως αστυνομικός ή είναι κάποιο κοινωνικό πείραμα; Έχετε ντυθεί έτσι για κάποιο τηλεοπτικό γύρισμα;

— Α, είσαι τελείως τρελός. Δεν πας καλά καθόλου.

— Εγώ είμαι ο τρελός; Έχετε δει τι γράφει πίσω σας; Δείχνει εσάς ως «γουρούνι και δολοφόνο». Δεν σας ενοχλεί;

Η φωνή μου έτρεμε από οργή. Για μια στιγμή, είδα στο πρόσωπό του μια σκιά. Σαν να ένιωσε ντροπή.

— Δεν τα γράφουμε εμείς, μου είπε. Οι κρατούμενοι τα γράφουν.

— Αλήθεια τώρα; Με τι; Ούτε στυλό δεν έχουμε. Ούτε ζώνη. Ούτε κορδόνια. Με τι ακριβώς τα γράφουν; Με σκέψη και τηλεπάθεια;

— Βγάλτε με από εδώ μέσα. Δεν αντέχω να βλέπω αυτά τα χάλια. Με προσβάλλουν.

— Δεν γίνεται, μου απάντησε κοφτά.

Τον κοίταξα σταθερά και είπα:

— Τότε φέρτε μου ένα στουπί και διαλυτικό. Να καθαρίσω τους τοίχους.

Δεν ξέρω αν τον ταρακούνησα ή απλώς τον έφερα σε δύσκολη θέση. Σημασία έχει το αποτέλεσμα: τελικά, με έβγαλε από το κελί. Χωρίς λέξη. Μόνο ένα νεύμα και προχώρησε μπροστά. Τον ακολούθησα, μηχανικά σχεδόν. Αλλά με μια αίσθηση μικρής, προσωπικής νίκης.

Μπήκαμε στο γραφείο. Ησυχία. Μόνο το βουητό του κλιματισμού. Για μια στιγμή, ένιωσα άνθρωπος. Όχι γιατί μου φέρθηκαν καλά. Αλλά γιατί έφυγα από εκείνο το κελί.

Κάθισα απέναντί του. Ήθελα να πω κάτι. Ένα «ευχαριστώ». Ή, πιο πιθανό, μια ειρωνεία. Τίποτα δεν βγήκε. Μόνο κοίταξα γύρω μου: γραφεία, ξεχασμένοι καφέδες σε πλαστικά ποτήρια. Παράξενο. Πόσο φιλικός — και ταυτόχρονα εχθρικός — μπορεί να είναι ένας τέτοιος χώρος.



Σχόλια αναγνωστών:

1. Είχα περάσει κι εγώ αυτόφωρο. Μας σταμάτησαν με έναν φίλο που είχαμε παπάκι για έλεγχο στοιχείων, και με κράτησαν μέσα δυο ώρες, Σάββατο βράδυ. Με είχαν βάλει στο κελί γιατί δεν είχα ταυτότητα. Ήταν γεμάτο συνθήματα γραμμένα με μαρκαδόρους — άθλιο, όπως το περιγράφει και ο άλλος αφηγητής.
Στον διακόπτη του φωτός, ένα αλάνι είχε γράψει με βελάκι:
«Χωρίς φως είναι καλύτερα».