Φτάσαμε στον Λιμνιώνα της Εύβοιας. Η παραλία ήταν εντυπωσιακή, μα η θάλασσα ήταν πολύ ταραγμένη, με ισχυρό κυματισμό. Μπήκα στο νερό για να ελέγξω την επικινδυνότητα, και διαπίστωσα με αρκετή δυσκολία ότι σχηματιζόταν αντίμαμαλο —ένα επικίνδυνο φαινόμενο, όπου τα κύματα αντανακλώνται από την ακτή και συναντούν τα επόμενα, δημιουργώντας έντονα, αντίθετα ρεύματα. Το αποτέλεσμα είναι ένα δυνατό παλινδρομικό ρεύμα, που μπορεί να παρασύρει ακόμα και καλούς κολυμβητές.
Και τα δύο μου παιδιά ήταν εξαιρετικοί κολυμβητές, όμως ήξερα πως, αν έμπαιναν, δεν θα μπορούσαν να βγουν. Το ρεύμα ήταν ύπουλο, τραβούσε απότομα προς τα μέσα.Βγήκα με δυσκολία και πλησίασα τα παιδιά. Τους μίλησα με αυστηρότητα:
«Μπορείτε να πλησιάσετε μόνο μέχρι τον αφρό. Εκεί που σκάει το κύμα. Ποτέ πιο μέσα. Είναι πολύ επικίνδυνο. Μπορεί να σας παρασύρει και να μην προλάβω να σας βοηθήσω».
Κι όμως, δεν είχα προβλέψει την αφέλεια της Νίκης. Πλησίασε τη θάλασσα και στάθηκε με το νερό να της φτάνει στα γόνατα. Ο μικρός την ακολούθησε. Εγώ βρισκόμουν αρκετά μακριά, περίπου 50 μέτρα. Από εκεί είδα τον κίνδυνο να πλησιάζει με δρασκελιές. Πετάχτηκα όρθιος κι άρχισα να τρέχω φωνάζοντας:
«Νίκη! Το παιδί!»
Αλλά η Νίκη σαν να θόλωσε. Έμεινε ακίνητη, σα χαμένη. Κι ένα μεγάλο κύμα ήρθε και πήρε τον μικρό. Η Νίκη δεν έκανε καν την κίνηση να απλώσει το χέρι της.
Πάλεψα με τα κύματα. Το παιδί, ευτυχώς, ήξερε καλό κολύμπι, παρόλο που ήταν μικρός. Με ακολούθησε χωρίς να πανικοβληθεί. Δεν προσπάθησα να τον συγκρατήσω σωματικά – θα ήταν πολύ επικίνδυνο και για τους δυο μας. Του εξήγησα πως δεν μπορούσαμε να επιστρέψουμε από το ίδιο σημείο. Το ρεύμα ήταν πολύ ισχυρό. Τον οδήγησα με προσοχή προς τη διπλανή παραλία, όπου υπήρχαν βράχια.
Βρήκαμε ένα πιο ήπιο σημείο και του εξήγησα πώς θα προσεγγίσουμε την ακτή με μακροβούτια – να περνάμε κάτω απ’ τα κύματα και να μη μας σπρώχνουν πίσω. Του εξήγησα επίσης για την τρικυμία: ότι συνήθως παρατηρείται περιοδικά – εμφανίζονται τρία μεγάλα κύματα (γι’ αυτό και η παροιμιώδης φράση «το τρίτο κύμα είναι το μεγαλύτερο»), μετά μια παύση, κι έπειτα πάλι.
Παρακολουθώντας τον ρυθμό των κυμάτων, καταφέραμε να πλησιάσουμε την ακτή. Πάνω σε έναν βράχο είχε φτάσει στο μεταξύ και η Νίκη. Όταν πλησιάσαμε, άπλωσε το χέρι και τράβηξε το παιδί έξω.
Εγώ συνέχισα να παλεύω. Βγήκα τελευταίος, καταπονημένος, γεμάτος γρατζουνιές και μελανιές. Μα τα καταφέραμε.
Πολλοί είπαν πως ήμουν ήρωας που έσωσα το παιδί.
Η αλήθεια είναι ότι το παιδί μου, μόνο του, πάλεψε με τα κύματα. Εγώ του έδειξα μόνο τον τρόπο.
Πέντε χρονών, πάλεψε με τεράστια κύματα και τα νίκησε.