Ζούμε σε περίεργους καιρούς.
Ακούω νέους να λένε πως δεν θέλουν να δουλέψουν — και, όσο κι αν ξενίζει, έχουν τα δίκια τους.
Θυμάμαι τον εαυτό μου στα δεκαοχτώ, σχεδιαστή σε αρχιτεκτονικό γραφείο, με 1.000 δραχμές την ώρα (2,94€).
Δούλευα τρεις ώρες τη μέρα, κι έβγαζα 60.000 δραχμές τον μήνα — περίπου 176 ευρώ.
Κι αυτά έφταναν.
Για να σπουδάζω.
Για να ζω μόνος μου.
Για να μην εξαρτώμαι από κανέναν.
Νοίκιαζα μια μικρή γκαρσονιέρα στο Παγκράτι με 8.000 δραχμές (23,48€).
Ζούσα.
Σήμερα, ο βασικός μισθός είναι 743 ευρώ καθαρά, κι ένα αντίστοιχο ενοίκιο ξεπερνά τα 300€.
Αν τότε το ενοίκιο καταλάμβανε το 13% του μισθού, σήμερα καταναλώνει περίπου το 40%.
Τα νούμερα δεν λένε ψέματα.
Οι λογαριασμοί σήμερα ξεπερνούν τα 120€ τον μήνα.
Ένα καλάθι στο σούπερ μάρκετ θέλει πάνω από 160€.
Ο κόσμος άλλαξε — και όχι προς το καλό για τα παιδιά μας.
Κι αν σήμερα φαίνεται πως οι νέοι «αρνούνται» να δουλέψουν ίσως απλώς αρνούνται να ζήσουν, εγκλωβισμένοι σε μια δουλειά που δεν τους αφήνει να ζήσουν.
Δεν είναι τεμπελιά. Είναι και κραυγή.