Άλλη μία «κλασική» περίπτωση – αλλά αυτή τη φορά, με πλούτο. Όχι ψίχουλα. Μιλάμε για σοβαρή περιουσία.
Ο πατέρας τους άφησε την κληρονομιά εξ αδιαιρέτου, στα δύο του παιδιά. Ισοβαρώς. Στο χαρτί.
Όμως τη διαχείριση την ανέλαβε ο «γιος». Γιατί έτσι. Γιατί «ξέρει από δουλειές», γιατί «τα αγόρια τα καταφέρνουν καλύτερα», γιατί «να μην ταλαιπωρείται το κορίτσι με τέτοια».
Η κόρη έκανε πίσω. Εμπιστεύτηκε. Ή απλώς δεν ήθελε να σκάψει το χάσμα.
Μέχρι που πέρασαν τα χρόνια και τα νούμερα δεν έβγαιναν.
Εκείνη ζούσε με έναν «τύπου μισθό» από την περιουσία της, ό,τι αποφάσιζε να της δώσει ο αδελφός της. Κι εκείνος… έκανε άλλο επίπεδο ζωής. Ταξίδια, σπίτια, κότερα, σπουδές για τα παιδιά του στο εξωτερικό. Πώς; Με τι χρήματα;
Άρχισε να ψάχνει. Με φόβο. Με ενοχές. Με καθυστέρηση.
Και τότε φάνηκε: μαγειρέματα παντού. Ακίνητα χαμένα, λογαριασμοί ακαθάριστοι, αγορές «στο όνομα της οικογένειας» που δεν φάνηκαν ποτέ στο δικό της όνομα.
Όταν τόλμησε να αντιδράσει, ο αδελφός της γύρισε την πλάτη. Και η ίδια του η αδελφή, που τον κάλυπτε τόσα χρόνια, τώρα προσπαθεί να τον προφυλάξει από τις συνέπειες. Όχι για εκείνον πια. Από ντροπή.
Έστειλε εξώδικα. Με δικηγόρο. Με στοιχεία. Με οργή.
Αλλά ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. Πού να βρεθούν τα λεφτά τώρα; Το μεγάλο κομμάτι της περιουσίας χάθηκε. Ή, σωστότερα: μεταμορφώθηκε. Δεν υπάρχει νομικά. Μόνο ως lifestyle.
Μια ζωή δουλειάς, λίγων ανθρώπων, διασκορπίστηκε από έναν. Κι εκείνη τώρα δεν ζητά εκδίκηση. Ζητά ισορροπία. Ζητά το δικαίωμα να ξέρει.
Αλλά και αυτό, φαίνεται, είναι πολυτέλεια στην οικογένεια.
Γιατί το άδικο, είτε το πληρώνεις, είτε το καταπίνεις σιωπηλά μέσα στην ίδια σου την οικογένεια, αφήνει πάντα το ίδιο σημάδι: ένα παιδί, ή μια γυναίκα, που μαθαίνει να ντρέπεται χωρίς να φταίει.
Δεν ήθελα τα λεφτά του. Ήθελα το δίκιο μου. Ήθελα να ξέρω ότι δεν με πέρασαν για χαζή. Ότι η σιωπή μου όλα αυτά τα χρόνια δεν ερμηνεύτηκε σαν αδυναμία, αλλά σαν αξιοπρέπεια. Και τώρα; Τώρα που μίλησα, τώρα που ζήτησα λογαριασμό, μου είπαν πως δεν έχει τίποτα. Ότι ζει με δανεικά. Ότι «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Ότι όλα χάθηκαν – έτσι, μαγικά.
Κι εγώ εκεί. Στο ίδιο πατρικό. Στην ίδια αυλή, που κάποτε παίζαμε μικρά, κι εγώ τον πρόσεχα σαν μάνα. Στο ίδιο τραπέζι που κάναμε Χριστούγεννα, που μετρούσαμε ψίχουλα και λέγαμε «όλα καλά αρκεί να είμαστε αγαπημένοι». Ποια αγάπη; Εκείνος έφαγε πρώτος, έφαγε μόνος, έφαγε για πάντα.
Και να σου πω και κάτι; Δεν πονάει τόσο το χαμένο σπίτι, ούτε τα χιλιάρικα. Πονάει που πίστεψα. Που έλεγα, «αδερφός μου είναι, δεν μπορεί». Που τον κάλυψα. Που έβαζα την υπογραφή μου στα χαρτιά, γιατί «μεγάλος είναι, ξέρει καλύτερα». Που όταν με ρωτούσαν, έλεγα «όλα καλά, έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον».
Κι εκείνος μού έμαθε το αντίθετο. Μού έμαθε πως ο κόσμος χωρίζεται σε αυτούς που παίρνουν και σε αυτούς που συγχωρούν.
Δεν θα τον καταραστώ. Δεν έχει νόημα.
Απλώς, ό,τι χτίστηκε με αίμα, δεν χαρίζεται.
Και κάποια μέρα, η αλήθεια – έστω κι αν αργήσει – επιστρέφει.
Και δεν ρωτάει αν έχεις ή δεν έχεις.
Ρωτάει αν λέγεσαι ακόμα άνθρωπος.