Μα πόσο τον αγάπησα αυτόν τον άνθρωπο. Και πόσο μου λείπει.
Καθώς εξηγούσα σήμερα στον γιο μου πόσο λάθος είναι να καπνίζει κανείς, τον θυμήθηκα ξανά. Έντονα. Με εκείνον τον ξαφνικό τρόπο που επιστρέφουν οι άνθρωποι που αγαπήσαμε βαθιά.
Ήμουν τότε φοιτητής στη Γραφιστική και παράλληλα δούλευα στο παιδικό περιοδικό Μανίνα. Ο ιδιοκτήτης του, ο Νίκος Δεληγιώργης, μου είπε μια μέρα:
— Αν δεν μάθεις υπολογιστές, θα μείνεις κάποια στιγμή χωρίς δουλειά. Και πρόσθεσε:
— Συνεργάζομαι με έναν κορυφαίο στις γραφικές τέχνες και τα σχεδιαστικά προγράμματα τον Δημήτρη Λεμό. Θα του ζητήσω να κάτσεις δίπλα του να μάθεις.
Και κάθισα. Έναν ολόκληρο μήνα δίπλα του. Δεν του μιλούσα· μόνο παρατηρούσα. Ήθελα να ρουφήξω κάθε του κίνηση, στο ποντίκι και στο βλέμμα.
Ώσπου, μια μέρα, γύρισε και μου είπε:
— Α ρε μπαγάσα… Στην αρχή σκέφτηκα «τι φρούτο θα ’ναι αυτό;». Αλλά τελικά σε συμπάθησα. Ή μάλλον… σε αγάπησα.
Και κάπως έτσι ξεκίνησε η φιλία μας. Γίναμε αχώριστοι. Ήταν ο μέντοράς μου. Ο φίλος μου. Ίσως και κάτι παραπάνω: ένας άνθρωπος που πίστεψε σε μένα. Με έβαλε στο δίκτυό του και μου βρήκε τους πρώτους πελάτες.
Μα κάπνιζε. Πολύ. Τρία πακέτα τη μέρα. Πίσω από το γραφείο του είχε κολλημένη μια ταμπέλα:
«Καπνιστέ. Το κάπνισμα κόβει από το τέλος».
Μόνο που σ’ εκείνον δεν έκοψε από το τέλος.
Τον έκοψε στη μέση της ζωής του.
Έφυγε στα 62.
Σχόλια αναγνωστών:
1. Ναι κρίμα, έφυγε νέος.