Βρισκόμουν φαντάρος στη Λήμνο. Οι συνθήκες; Κωμικοτραγικές. Παντού βρώμα. Ο μάγειρας σφουγγάριζε το δάπεδο της κουζίνας και με την ίδια σφουγγαρίστρα καθάριζε και τον πάγκο εργασίας.
Μια μέρα έβγαλαν το κρέας από την κατάψυξη, αλλά δεν μπορούσαν να το περάσουν από τη μηχανή του κιμά. Στην ακαταστασία της κουζίνας, ο μάγειρας κατάφερε να πετάξει το μαχαίρι της μηχανής του κιμά. Πάπαλα.
Η «λύση»;
Έβαλαν το κρέας μέσα στο τζιπ του διοικητή και μου είπαν:
— Πάρ’ το, να το κατεβάσεις στη Μύρινα. Να το κάνει κιμά ο κρεοπώλης.
Έτσι κι έγινε. Κατεβαίνω με το στρατιωτικό όχημα, τα ταψιά πίσω, όλα ωραία. Στην επιστροφή όμως, με σταματάει στρατονόμος σε μπλόκο.
Αυστηρός, με βλέμμα για αναφορές. Βλέπει τα χαρτιά μου – όλα εντάξει – αλλά συνοφρυώθηκε.
— Πού είναι ο διοικητής;
Γυρνάω, δείχνω τα ταψιά στο πίσω κάθισμα και του λέω σοβαρά:
— Είχαμε τροχαίο.
Η σιωπή του δεν περιγράφεται. Ούτε το βλέμμα του.
Το χιούμορ μου δεν εκτιμήθηκε καθόλου.
Οριακά κατάφερα να φύγω χωρίς ποινή.