Πήγαινα να παραλάβω τον γιο μου από το σχολείο. Παρκάρω απέξω και περιμένω. Ξαφνικά, νιώθω ένα χτύπημα από πίσω. Γυρνάω.
«Δεν είναι δυνατόν», σκέφτομαι.
Πριν καλά-καλά συνέλθω, δεύτερο χτύπημα. Από το ίδιο αυτοκίνητο.
Κατεβαίνω. Ένας ηλικιωμένος άντρας έχει ήδη βγει. Φαίνεται ταραγμένος, σχεδόν ντροπιασμένος.
– Συγγνώμη, αγόρι μου…, μου λέει.
– Καλά δεν με βλέπετε; Γιατί με χτυπήσατε δύο φορές;
– Μπέρδεψα τις ταχύτητες… Συγγνώμη. Σας έκανα ζημιά; Ό,τι είναι, να σας το πληρώσω.
Τον λυπήθηκα. Ήταν φανερό πως δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Έδειχνε πάνω από ενενήντα.
– Δεν είναι κάτι σοβαρό. Μια γρατζουνιά… Αλλά πρέπει να είστε πιο προσεκτικός. Δεν είναι λογικό να οδηγείτε σ’ αυτήν την ηλικία.
– Δεν κάνω μεγάλες αποστάσεις. Μέχρι το σχολείο πάω, να πηγαινοφέρνω τον εγγονό μου.
Μισή ώρα αργότερα, στο γραφείο, χτυπάει το τηλέφωνο.
– Έλα Δημήτρη, o Παναγιώτης είμαι. Ο άνθρωπος που σε χτύπησε, είναι ο πατέρας μου. Ήθελα να σε ευχαριστήσω. Μου είπε πόσο ευγενικά του φέρθηκες.
Του έκανε εντύπωση. Και θέλω να μου πεις – θέλεις να σου πληρώσουμε τη ζημιά;
– Δεν έκανε τίποτα σπουδαίο. Μια γρατζουνιά. Τι να μου πληρώσεις; Αν θες, πήγαινε και πάρε το CD των The Storyville Ragtimers. Παίζει εκεί ένας φίλος μου. Στήριξέ τους.
– Αλλά, ρε Παναγιώτη… πόσο χρονών είναι ο πατέρας σου και οδηγεί ακόμα;
– Ενενήντα πέντε.
– Το ξέρεις ότι είναι επικίνδυνο αυτό, έτσι;
– Το ξέρω. Αλλά δεν βγαίνει σε κεντρικούς δρόμους. Μόνο να πάρει το παιδί από το σχολείο.
Δεν είπα τίποτα άλλο. Λίγους μήνες μετά, αυτόν το παππού τον πήρε ο χάρος.
Ευτυχώς, έφυγε χωρίς να συνεργαστούν.