Γύρισε σπίτι με το βλέμμα σκυφτό, τα χέρια ιδρωμένα, την ψυχή θολή.
– Πήρα το δίπλωμα, μπαμπά…
Η φωνή της δεν είχε καμιά χαρά. Μόνο εκνευρισμό και ένταση.
– Και γιατί είσαι στεναχωρημένη, αγάπη μου;
– Μου ζήτησαν τριακόσια ευρώ…
– Ποιος σου τα ζήτησε;
– Ο δάσκαλος. Μου είπε ότι τα θέλει ο εξεταστής. «Έτσι γίνεται», μου είπε. «Όλοι το κάνουν». Και του τα έδωσα.
Ο πατέρας σφίχτηκε. Δεν μίλησε αμέσως. Έκλεισε τα μάτια για λίγο Και κατάπιε την οργή του.
– Δεν έπρεπε, παιδί μου… Δεν έπρεπε. Ακόμα κι αν σε έκοβαν. Ακόμα κι αν έδινες ξανά και ξανά.
– Δε γινόταν αλλιώς, μπαμπά. Ήμασταν εφτά παιδιά. Οι πέντε πλήρωσαν.
– Και οι άλλοι δύο;
– Ο ένας πέρασε. Ο άλλος κόπηκε.
– Ποιος σου έδωσε τα λεφτά;
– Η μαμά…
Τότε δεν μίλησε. Δεν έπρεπε. Δεν ήθελε να την πληγώσει.
Μα μέσα του έβραζε. Όχι για το ποσό. Ούτε για την πράξη. Αλλά για την κανονικότητα. Για τη σιωπηλή συμφωνία που όλοι αποδέχονται. Για το παιδί που μεγάλωσε ανάμεσα σε δύο κόσμους που δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα.
Ο κόσμος της μητέρας ήξερε να επιβιώνει. Να δικαιολογεί τα πάντα. Να λέει «έτσι είναι», να βάζει πλάτη στη σήψη για να μη χαλάσει την ησυχία της οικογένειας.
Ο κόσμος του πατέρα, αντίθετα, κουβαλούσε τη φλόγα της καταγγελίας. Δεν άντεχε την ανοχή, τη μιζέρια, το «κλείσε τα μάτια». Του μάθαινε πως η ακεραιότητα είναι δύσκολη, αλλά είναι το μόνο που μας κρατά ανθρώπους.
Και στη μέση, το παιδί.
Που ήθελε να χαρεί, αλλά δεν ήξερε πια αν το άξιζε.
Που ήξερε πως έκανε «το σωστό για να περάσει», αλλά ένιωθε εκτεθειμένο.
Πήρε το δίπλωμα, αλλά έχασε κάτι πιο βαθύ: την καθαρή συνείδηση.
Γιατί, τι να την κάνεις την επιτυχία, όταν μέσα σου έχεις ήδη αποτύχει;